- ἀμφιπίτνω
- ἀμφιπίτνω1 fall upon and embrace
ἐγὼ κλυτὸν ἔθνος Λοκρῶν ἀμφέπεσον, μέλιτι εὐάνορα πόλιν καταβρέχων O. 10.98
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἐγὼ κλυτὸν ἔθνος Λοκρῶν ἀμφέπεσον, μέλιτι εὐάνορα πόλιν καταβρέχων O. 10.98
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.